Του Landstreicher
Πρέπει να ήταν Αύγουστος ’88, εκείνο το γαμημένα ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου, γιατί έτσι είναι στα ηλιόλουστα και ανέμελα sweet 16. Μόλις είχα επιστρέψει στο Βόλο μέσω Ζυρίχης και Αθήνας από εκπαιδευτικές διακοπές στη Βόρεια Γερμανία. Η ομάδα της πόλης στην Α’ Εθνική, οι πρώτες οργανωμένες έξοδοι στο Τετράγωνο, τη Σανιτάριουμ, το Άτριουμ. Ο πατέρας οδηγεί Πεζό, η μητέρα Ρενό και εγώ ποδήλατο μπαρμπάδικο (“γκαζγκάνες” τα λέγαμε) του ’50. Δεν «παίζανε» πολλά τότε εκεί. Άντε κανά καφέ βιενουά, άντε κανά μπιράκι στη Μινέρβα, ποδοσφαιράκι στο Pinball και κασέτες που γράφαμε στο “Ζυγό” και το “Παβάν” ακούγοντάς τες στα walkman από χέρι σε χέρι, αφιερώσεις στους πειρατικούς, αυτά. Όταν άνοιξε το πρώτο ιταλικό εστιατόριο στην παραλία, φόρεσαν οι βολιώτες τα καλά τους και προσκύνησαν την πουτανέσκα και την αραμπιάτα. Μεγάλη ατραξιόν, βέεεβαια! Ψαχνόμασταν όμως πολύ. Στο κεφάλι μας εκπυρσοκροτούσε το κονφετί της νιότης, αστρικές εκρήξεις μας αναστάτωναν τις νύχτες, κόσμοι ολόκληροι αναδύονταν από τον ωκεανό της πρωταρχικής γνώσης και γκρεμίζονταν εν ριπή οφθαλμού για να τους διαδεχθούν νέα οικοσυστήματα γεμάτα πρωτόγνωρα ερεθίσματα. Το άλλο που κάναμε συστηματικά και ανελέητα ήταν το διάβασμα και το φροντιστήριο για να περάσουμε στο πανεπιστήμιο, να φύγουμε από κει, να πάμε σε άλλες πολιτείες. Σ’ αυτή την πόλη, οι βιτρίνες των καταστημάτων στον εμπορικό δρόμο παρέμεναν τα κυριακάτικα απογεύματα σκοτεινές. Για ποιον λόγο όχι, άλλωστε; Δεν κυκλοφορούσε ούτε γάτα με το που έπεφτε το σκοτάδι. Ασφυξία. Έρημη πόλη – λιμάνι κι εμείς καρδιά μεθυσμένη, γεμάτη φλόγα, φαντασία και ερωτήματα, βαπόρι με παράνομο φορτίο.
Μέχρι τότε υπήρχε η εξής “αντίφαση” στις μουσικές μας αναζητήσεις, ένα τεχνασματάκι γυμνασιακό δηλαδή: Από τη μια κάναμε ότι ακούμε ποπ, ξεφτιλισμένη ποπ, μόνο και μόνο για μην απομονωνόμαστε, πράγμα που θα μας στοίχιζε την πρόσβαση στις συμμαθήτριες, την παρέα και τα μυστικά τους. Από την άλλη, από την πρώτη λυκείου το ’88, ιδιωτικά, διαβάζαμε Ποπ και Ροκ, Βαβέλ, Παραπέντε, φανζίνς από το Άθενς, ακούγαμε κάτι Jesus and Mary Chain, Siouxsie, Smithereens, Deja Voodoo, Clash, Green Pajamas, Smiths, Ramones, Feelies, Gun Club, Cramps, Hypnotics και άλλους αδιανόητους, παράξενους και παράταιρους για τον τόπο και το χρόνο. Εκτός συναγωνισμού, ακούγαμε Beatles. Εξ’ απαλών ονύχων. Διαβάζαμε και Βαβούρα, Εποχή, Σχολιαστή, Αντί, Δέντρο, “Οδός Πανός”, Μαρξ και Μπακούνιν, Ουτοπικούς (πρώιμους) Σοσιαλιστές για να επιλέξουμε τον… ορθό δρόμο. Δεν ήμασταν από την αρχή διαφορετικοί, αλλά φαίνεται πώς είχαμε τις προδιαγραφές ως αιώνια παιδιά του underground, της απόλαυσης της παραφοράς, του ακατέργαστου ερωτικού συνειρμού, της χάρης της αδυναμίας. Με συνέπεια ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα του δαίμονα. Η νεολαία, τότε, άκουγε, όπως προανέφερα, αηδίες: Italodisco,”καρέκλες”, Πωλίνα, Αλέξια και Χαριτοδιπλωμένο, Samurai, Final Countdown. Ή Dio και Iron Maiden – που δεν το είχα ποτέ με χαρντ ροκ και χέβι μέταλ. Οι εναλλακτικές/αριστερές συμμαθήτριες Doors, Παπακωνσταντίνου και Joplin. Ούτε αυτό. Επαρχία ’88, είπαμε. Ψοφάς και δεν το παίρνει χαμπάρι κανείς.
Επιπλέον, καραγουστάραμε ελληνική σκηνή. Ανεξάρτητη. Δεν θυμάμαι πώς κόλλησε η φάση. Viridian Green, Libido Blume, Headliders (ορθογραφία όπως τα αντιγράφαμε στις κασέτες), Mushrooms, South of No North, Villa 21, Panx Romana, No Man’s Land, Anti Troppeau Council, Alice in a Nightmare, Art of Parties, Blue Light…. Ό,τι έπεφτε στα χέρια μας, το λιώναμε με λύσσα. Είχα και μια βραδινή, εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή σε έναν τοπικό πασοκοσταθμό που πλήρωνε, τις “underground περιπλανήσεις” και ασχολιόμουν. Διέθετα τότε όλους κι όλους 70 δίσκους, τυχαία και κάποια 60’ς, όχι κατ’ ανάγκη ψαγμένα.
Επιστρέφοντας λοιπόν στην πόλη, λίγο πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ο αδελφικός φίλος μου ο Κώστας μου έδωσε με συνωμοτικό τρόπο, διεστραμμένο, μισότρελο βλέμμα και καβλωμένη κατάνυξη μια κασέτα που είχε αντιγράψει από το δεύτερο πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας. «Ξέχνα όλα τα άλλα», μου είπε. Έκρυβε έναν θησαυρό στα χέρια του, έναν κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά μου και με ρούφηξε. Ήταν το point of no return για μένα, η αρχή της γοητείας της αμφισβήτησης. 25 χρόνια μετά, οι 70 δίσκοι έγιναν 5.000, δύο συγκροτήματα και συνεχίζουμε, μια θέση “βετεράνου” στην όποια πιάτσα, μια κουλτούρα μυστική στην οποία ζω και δρω ακόμα, κωδικοί αναγνώρισης, τάλισμαν, ναρκωτικό, ελιξίριο, εξομολογητήριο, εφαρμοσμένη χρονομηχανή, ευλογία και κατάρα - τα δύο τελευταία, οπωσδήποτε.
Η κασέτα- θησαυρός: συνέντευξη των αθηναίων Last Drive μετά από περιοδεία τους στην Ευρώπη, κεραυνοβόλος έρωτας με τη μία. Είχα τον πρώτο δίσκο τους ήδη. Τους ταξινομούσα στα “ανεξάρτητα”. Από το ραδιοθάλαμο της Μεσογείων αυτοί οι ευγενείς αλήτες μου μετέδωσαν τριακόσια χιλιόμετρα μακριά τον ανθεκτικό ιό του underground. Η αγάπη για τους Ντράιβ ήταν το ένα θέμα. Με το “Poison” ξεκολλούσαμε νιπτήρες σε λυκειακά πάρτυς. Εντάξει, κόλλημα λέμε, τουλάχιστον μέχρι τη στροφή τους σε πιο σκληρό, για μένα, ήχο. Μούρες, τους ακούγαμε, θέλαμε να είμαστε σαν αυτούς, heatwave καταστάσεις. Το κύριο ζήτημα ήταν η απάντησή τους στην ερώτηση του δημοσιογράφου, «από πού αντλείτε τις επιρροές σας»…Η λέξη «γκαράζ» που εκστόμισαν, ήχησε μαγικά στο κεφάλι μου. Γκα-ράζ. Τι αστείο είναι αυτό; Γκα-ράζ; Και πώς να το ξεχάσεις; Ό,τι δανείζεται ο έφηβος για να «εξεγερθεί», το χρεώνεται για πάντα. Ήταν η ώρα μου. Ήθελα να το ψάξω, να βρω πολλούς Ντράιβ. Tσίμπησα και το δεύτερο δίσκο στη Hitchhyke. Το gone, gone, gone πρέπει να ήταν το πιο πολυακουσμένο τραγούδι στον ευρύτερο κύκλο μας από τα μέσα του ’88 ως το ’90. Δεν κάνω πλάκα. Το ξέραν και οι φλώροι. Ο “κωμικός” όρος “γκα-ράζ” μου σφηνώθηκε στο υποσυνείδητο.
Μια-δύο εβδομάδες αργότερα…Αγγελία στο «Ποπ και Ροκ»: «γράφονται κασέτες γκαράζ 60ς και 80ς, 500 δρχ. η μία, άμεση παράδοση. Με αντικαταβολή». Παίρνω τηλέφωνο (τα υπεραστικά κόστιζαν τότε) στον “Κώστα από την Καλλιθέα”. «Τι γκαράζ θέλεις»; «Ξέρω ‘γώ, γράψε μια ενενηντάρα 60’ς, μια 80’ς». Όταν λίγες ημέρες μετά παρέλαβα το δεματάκι, άλλαξε ο κόσμος μου για πάντα. Φταίνε οι Chocolate Watchband, οι Blues Magoos, οι Sonics, οι Music Machine, οι Squires, οι Fuzztones, οι Stomachmouths, οι Creeps, οι Miracle Workers. Άφησα φαβορίτες, άλλαξα τρόπους, ένδυση, ιδεολογία, καταστατικά, έφτιαξα παρέα – συμμορία, βούτηξα στο underground και το παρελθόν. Η δική μου επανάσταση ήταν αυτή. Όλο το χαρτζιλίκι έφευγε σε δίσκους, βιβλία, ταινίες vintage και Pall Mall άφιλτρα (χάσαμε σε υγεία, κερδίσαμε σε αισθαντική φωνή), τα τσιγάρα του γκαραζιέρη που σέβεται τον εαυτό του. 1966 για πάντα, συνθήματα στο τοίχο μου, αποτυπώματα στον πυρήνα μου, ουλές στον καθρέφτη μου.
Το είχε το νερό του Βόλου; Δεν ξέρω τι έγινε. Εκεί πάντως «έπιασε» αυτή η έκρηξη. Κάτι άρχισε να ξυπνάει, να κινείται, ’88,’89,’90… Μαζί με μένα, σχηματίστηκε μια χαλαρή, μεγάλη παρέα με συνεκτικό κρίκο το γκαράζ. Είχα το μυστικό και το μοιραζόμουν, το μεταλαμπάδευα. Πολύς βολιώτικος λαός πέρασε από τη γκαραζοψυχεδέλεια μέσα στα χρόνια, ήρθε και παρήλθε φυσικά, αλλά τηρουμένων των αναλογιών, υπήρχαν ένα-δύο σημεία αναφοράς, υπήρχαν κάποια πρόσωπα εμβληματικά, ξεχωριστά, ζούσες και από τότε το μύθο του άσωτου, αν το έλεγε η καρδούλα σου.
Σε μια απονεκρωμένη πόλη άρχισα να βλέπω, να ανακαλύπτω και να αναγνωρίζω τα αόρατα φαντάσματά της, διότι τώρα ήμουν κι εγώ ένας αόρατος που ανάμεσα στον κόσμο μου και το σύμπαν δεν παρεμβαλλόταν τίποτα. Είχαμε προεξάρχοντα τον (πρόσφατα χαμένο) Παναγιώτη Μπουκουβάλα, blues icon και εξπέρ στην ψυχεδέλεια, σημείο αναφοράς για όλους το μαγαζί του, το Superfly – σε εκκλησία για εξομολόγηση αν πήγαινες, πιο απενοχοποιημένος έμπαινες. Δύσκολος στις σχέσεις του, μας αγαπούσε, μας έδειξε δρόμους. Και ο Gus (βρες τον στο discoκαφενείο www.facebook.com/groups/104050119754669/) και ο Γιάννης μας αγαπούσαν και στήριζαν. Μου εμπιστεύονταν τα πλατό στο καλύτερο κλαμπ της πόλης στα 17 μου, με προσκαλούσαν συχνά στις τοπ mainstream ραδιοφωνικές εκπομπές τους. Έτσι fuzz και farfisa ακούγονταν ξαφνικά παντού και σχετικά εύκολα, μπήκαν και στα σαλόνια. Ή να το πω αλλιώς: Μπορούσες να ακούσεις πλέον γκαράζ και “ανεξαρτησία” σ’ αυτή την πόλη. Ήταν δημοφιλές, γιατί κάποιοι το πίστεψαν και κάποιοι το διέδωσαν. Διέξοδος. Δύο παρέες εφήβων ξεχώρισαν, αργότερα μέλη τους συγχωνεύτηκαν, έκαναν όλο το σαματά στον παραθαλάσσιο βιότοπο. Με στιλ πάντα. Γκαραζιέρηδες ξεπηδούσαν σαν τα μανιτάρια. Οι «παλιοί» τοπικοί πρωτεργάτες, ταυτισμένοι με το σπορ, σαν του λόγου μου, το κάναμε για την πάρτη μας όχι για φιγούρα, (όχι ότι περνάγαμε και άσχημα), ως εσωτερική, φλογερή ανάγκη να αρνηθούμε αυτά που δεν μας αρέσουν και να οικοδομήσουμε έναν μικρόκοσμο, μικρό αλλά καλύτερο και μπόσικο, αντιδρώντας στην Ελλάδα του Κοσκωτά και των ειδικών δικαστηρίων, την καταπίεση του σχολείου, τις συμβάσεις, τη βρωμιά της Αθήνας, την υπνηλία της επαρχίας, τη βλακεία των συνομηλίκων, τον αυταρχισμό των καθηγητών, τον πουριτανισμό και τον καθωσπρεπισμό της οικογένειας, την ιεραρχία των τάξεων, τα εξουσιαστικά πρότυπα, την κηδεμόνευση, την υιοθέτηση ρόλων, την καταστολή κλπ. κλπ. Παράλληλα, για μας απλά ήταν υπερ-cool να είμαστε γκαραζιέρηδες. Περπατούσαμε με ζιβάγκο, πέτσινα, κοτλέ και beatle boots, μαύρα γιαλιά στη βροχή και ψηλώναμε δέκα πόντους (ε, ίσως κάναμε και λίγη φιγούρα, τώρα που το ξανασκέφτομαι): Τα αδελφάκια των Last Drive στην περιφέρεια, τα ανηψάκια του θείου από το Ουισκόνσιν.
Ωραίο ταξίδι, το οποίο συνεχίστηκε λίγο μετά στην Αθήνα, σε γκαρσονιέρες-μπουντουάρ-δισκάδικα, με πραγματικό Rock and Roll attitude, σε χαμαιτυπεία, με αναρίθμητες γνωριμίες με άκυρα και σωστά άτομα, με φαρφίζες, με εργατοώρες σε προβάδικα, σε συναυλιακούς χώρους, στο Μοναστηράκι με τα βινύλια στις κούτες τα ξημερώματα της Κυριακής, με ζωή outcast στην πράξη. “Θυσιάζεις” μια mainstream ζωή και επιλέγεις το underground, το όριο, το περιθώριο. Περπατάς αόρατος πλάι τους, ακόμη κι αν ζεις και βιοπορίζεσαι στην κοιλιά του κτήνους. Δεν σε βλέπουν, πρέπει όμως να προσέχεις τον εαυτό σου. Εμένα, σου το λέω, με έσωσε από πολλές μαλακίες η αφοσίωσή μου στη μουσική, στο underground, γενικότερα, χωρίς κραυγαλέο και γραφικό τρόπο, ως μέσο και μέθοδο για να πορεύομαι. Δεν σου λέω ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο, αλλά ποτέ δεν είχα πιο δυνατό αποκούμπι στη ζωή, στα ζόρια, στις ματαιώσεις, στις απώλειες, στις μεταμορφώσεις, στα σταυροδρόμια, στις αποφάσεις, δεν το πρόδωσα, δεν με πρόδωσε. Αυτοπροσδιορίζομαι και κρατιέμαι απ’ αυτό σαν να είναι κάβος, στον οποίο είμαι άρρηκτα δεμένος και δεν παρασύρομαι στα ανοιχτά όταν ο καιρός βαραίνει.
Το underground αποτελεί το θεμέλιο μέσα στους αιώνες που θέτει ως πρώτη αρχή την ελευθερία: στην έκφραση, στον τρόπο σκέψης, στις σχέσεις. Έννοια ασφαλώς κακοποιημένη από άσχετους και επιτήδειους. Κάθε του μορφή και έκφανση, λογοτεχνία, κίνημα, ιδεολογία, φιλοσοφία, ρεύμα, τέχνη, τόπος, τρόπος ζωής, έχει ως soundtrack στο jukebox του εγκεφάλου μου πρωτίστως το γκαράζ, την ψυχεδέλεια, το παλιό καλό Rhythm and Blues, στάζει μπέρμπον και δημιουργική εναλλαγή ανεμελιάς και μελαγχολίας. Αυτή είναι η δική μου ιστορία. The devil may care…
Τις προάλλες βρήκα τον Χρήστο από τους Last Drive στο La Poderosa, εκεί που ροκάρει τις Πέμπτες. «Μας καταστρέψατε», του πέταξα μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Εδώ καταστρέψαμε τους εαυτούς μας, δεν θα καταστρέφαμε τους άλλους», μου απάντησε. Μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να διαβεβαιώσω πλέον τον καθένα ότι το έκαναν με χειρουργική ακρίβεια και με σεβασμό.
Του Landstreicher